- οξυβόας
- ο (Α ὀξυβόας και ὀξυβόης)νεοελλ.μουσ. ο οξύαυλος, το όμποεαρχ.ως επίθ. α) (για πτηνό) αυτός που κρώζει δυνατά, που εκβάλλει κρωγμούςβ) (για κουνούπι) αυτός που βομβεί δυνατάγ) (για πρόσ.) αυτός που φωνάζει δυνατά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -βόας (< βοή), πρβλ. τηλε-βόας. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι απόδοση τού ιταλ. oboe (πρβλ. οξύαυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.